- σπηλαιώδεις
- σπηλαιώδηςcavern-likemasc/fem acc plσπηλαιώδηςcavern-likemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
νομισματοειδής — ές 1. αυτός που μοιάζει με νόμισμα 2. φρ. «νομισματοειδή πτύελα» ιατρ. δισκοειδή συμπαγή πτύελα που παρατηρούνται σε σπηλαιώδεις πνευμονικές φυματιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν… … Dictionary of Greek
σπηλαιώδης — ες, ΝΜΑ [σπήλαιον] όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες») 2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να… … Dictionary of Greek
υποφυγή — ἡ, Α [ὑποφεύγω] καταφύγιο («ἔξω δὲ τῆς πόλεως καὶ ἄντρα καὶ σπήλαια καὶ σπηλαιώδεις ὑποφυγαί», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
χαρώνιος — α, ο / χαρώνιος, ον, ΝΜΑ, και χαρώνειος, ον, ΜΑ, και τ. πληθ. ουδ. χαρωνήϊα Α [Χάρων, ωνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χάρωνα, τον πορθμέα τού Άδη αρχ. φρ. 1. «χαρώνειος θύρα» ή, απλώς, «τὸ χαρώνειον» πόρτα μέσω τής οποίας κατέβαιναν οι… … Dictionary of Greek